- όλισθος
- ὄλισθος, ὁ (Α)1. η ολισθηρότητα, η γλιστεράδα («ἡ ἄνοδος ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντης καὶ ὄλισθον ἔχουσα», Λουκιαν.)2. το ολίσθημα, το γλίστρημα3. παράπτωμα, σφάλμα4. τάση για αμαρτία5. παγίδα6. είδος ψαριού με λείο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὀλισθάνω].
Dictionary of Greek. 2013.